Sunday 21 December 2008

Αλησμόνητο

06.10
Μάλλον αγαπώ περισσότερο τον εαυτό μου.
Μερικά μπουκάλια κρασί είναι αυτά που βάφουν
το χαμόγελό μου κόκκινο.
Απλώνομαι ως εκεί που φτάνω.
Δικτυωτή αιώρα, τραμπαλίζομαι στο φύσημα του αέρα
και στη σπρωξιά σου.
Ακούω τους τριγμούς των δέντρων που με βαστούν.
Χωλαίνει η ματιά μου δίχως σου.
Σε ασπρόμαυρο τοπίο πια
ζαλίζομαι γλυκά
ζαλίζομαι πικρά.
Δεν έχω χέρια για να σ΄αγγίζω
Η φαντασία μου έμεινε.
Κι αυτή
κρεμασμένη
απο το κλαδί της τελευταίας μνήμης μας.
Σφιγμένη η θηλιά όσο δεν πάει..
Μελάνι ο λαιμός μου
Γράφει τους τελευταίους σφυγμούς μου.
Έχουν τ' όνομά σου

Monday 15 December 2008

Σαν χειμώνιασε

Λοιπόν, έχω κοχύλι ανεμοδούρα
Ακούω κύματα, αναπνέω φωτιά
Παρ’ όλα αυτά αγάπη μου
Στέκω ακριβώς στο ίδιο σημείο

Που στεκόμουν χτες, προχτές
Πριν ένα μήνα
Πριν δύο γαμημένα χρόνια

Ακούω τις ίδιες μουσικές
Αφουγκράζομαι τους ίδιους τάφους
Σχηματίζω τα ίδια πρόσωπα στον ύπνο μου
Φοράω τα ίδια αγκάθια στα χέρια
Ζωγραφίζω τα ίδια γράμματα

Κρατάω αποστάσεις από τους μπροστινούς
Κοιτάζω στον καθρέφτη τους πίσω
Και βλέπω έναν άγνωστο
Που προσέχει

Άραγε τι;;;

Απρόσεχτα είναι τα όμορφα
Χωρίς αποστάσεις
Με εκλείψεις φεγγαριών
Και αναστάσεις ήλιων

Να..
Κάνε έτσι με το χέρι σου
Ακούμπα
Άγγιξε
Μύρισε

Ο χειμώνας
Χαρίζει
Φιλί
Από πάγο που τρίζει
Χιόνι που βουλιάζει
Λάσπη που πλάθεται

Wednesday 3 December 2008

Αιχμηρά Αντικείμενα


Στριμωγμένα θέλω
Σαν σε ώρα αιχμής στο μετρό
Αρπάζονται από χείλη ποτηριού
Εξοβελίζονται στα εσώτερα
Με τάση αυτοκαταστροφικής ευθυμίας
Αυτοκτονική οινοπνευματικότητα
Σκουρόχρωμες ανταύγειες
Βάφουν τα χείλη πιο κόκκινα
Σε απομίμηση φιλιού
Χωρίς να φανερώνουν το αίμα
Όπως έσταζε από την ανάγκη μας
Να αγαπηθούμε

----------------------------------
Ψιθυριστά αν σε φωνάξω αγαπημένη
Θα τρέξουν να κρυφτούνε τρομαγμένοι
Περαστικοί και γείτονες

Απ’ άγρια κραυγή
Κι αν σε σκεφτώ για μια στιγμή
Το φάντασμά σου
Στο πλάι μου μορφή καθάρια θα ‘ναι
Με βιάση όλοι θα με προσπερνάνε
Τον έρωτα στα μάτια ποιος να δει

Thursday 27 November 2008

Σκόρπια Άχυρα


Τις περισσότερες φορές
Απλά μαζεύω τη σκέψη μου κουβάρι
Γλιστράω σε γκρίζο ουράνιο τόξο
Φυγαδεύω την ελπίδα μου
Από σπασμένα παράθυρα
Ορφανό νυχτοπούλι
Σ’ αφιλόξενο ουρανό

Κομπάζεις για σένα
Μόνο με τα μάτια
Παραδομένη στη φασαρία
Ανέγγιχτη από το πλήθος

Άλλες φορές πάλι
Ματώνω στην ιδέα
Ότι θα μπορούσαμε νωρίτερα να βρεθούμε
Ο κοινός μας κόσμος
Μου λείπει από πάντα
Κι ας μην πάντα τον είχα


Ένα πέσιμό σου στο πάτωμα
Κι ο γδούπος
Δίπλα μου ακούγεται
Τόσο μακραίνει το χέρι μου
Που τα χιλιόμετρα μηδενίζουν
Για να ακουμπήσω το μέτωπό σου
Ολόκληρη εμένα ν’ αγγίζεις
Και κανένα πάτωμα

Αχυρένιος Δερβίσης
Ζαλίζω τον χωρίς σου
Τόπο μου
Ασταθή όλα
Και τ’ άχυρά μου
Σκορπισμένα λάφυρα
Παγωμένων χελιδονιών
Που δίχως την πυξίδα τους
Ο μόνος δρόμος που ξέρουν
Είναι αυτός
Που βλέπουν

Εκτός και τα μάτια τους βροχή τυφλώνει...

Wednesday 19 November 2008

Μαύρες Πουέντ

Έλα σου λέω
Να κόψουμε κομματάκια την ομίχλη
Θα πλάσουμε ορθογώνια κρεβάτια
Κι ανάλαφρα καθώς θα 'ναι θα τα ρίξουμε
Στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών

Μαθαίνουμε να μετράμε την ηδονή
Με τα τριξίματα των σουμιέδων
Και τα κυρτώματα στις τάβλες
Ρυθμικοί ήχοι να κρυφακούει ο γείτονας
Απόδειξη ερώτων

Έλα σου λέω
Θα σου χαρίσω μαύρα πουέντ
Θέλω έντεκα πιρουέτες μικρή μου
Μέσα στα άλλα σου ονόματα
Το Άννα Πάβλοβα θα διαλέξω
Καθώς θα βουλιάζουμε στην λίμνη των κύκλων

Αμνησία κυλάει μπροστά απ' τα μνήματα
Όσοι νεκροί, τόσοι νεκροζώντανοι
Κι εσύ πλέξε ψυχή μου λευκή σκελέα
Ζεστά τα θέλουμε τα κορμιά
Ξόρκι στον παγωμένο Έσπερο

Έλα σου λέω
Θα στήσουμε απτάλικο χορό της βροχής
Καινούριες θάλασσες και λίμνες θα γεννηθούν
Κάτω απ’ το μαξιλάρι μου έχω κρύψει ένα αγκίστρι
Το δόλωμα φέρτο εσύ

Επικολλώ στις νύχτες μου καθαρόαιμα Mustang
Η Billie μεθυσμένη φωνάζει τ’ όνομά μου
Τα ρεσώ μείναν μόνα με τον τσίγκο τους
Μαύρες πουέντ σαρκάζουν στη βιτρίνα
Στροφές γύρω από τον ήλιο και τον εαυτό μου
Ξυπνητήρι η φωνή σου...
...Κυριακή αγάπη μου
Ώρα να φεύγω




anthrakoryxos © 17-11-2008 @ 00:31

Saturday 26 July 2008

Όλα είναι εντάξει

Θα μπορούσα να σου πω ιστορίες πολλές
Για το όμορφο πρόσωπο του κόσμου
Που κείτεται σε αλμυρά προσκέφαλα
Απαρατήρητα χαμόγελα
ηλιοκαμένων παιδικών προσώπων
Και για κείνον τον κουρελή έρωτα
Που περπάτησε ξυπόλητος σε καρφιά
Κοιμήθηκε γυμνός στο χιόνι
Ήπιε θαλασσινό νερό

Θα μπορούσα να σου πω ιστορίες πολλές
Για το υπέροχο πρόσωπό σου
Που βούλιαξε στη σιωπή ενός ερημίτη
Κλείνοντας τα μάτια σ’ ότι απρόσιτο νόμιζε
Αυτό το πρόσωπο, που έσβηνε ο φόβος κάθε μέρα
Μην τυχόν και κάποιος το ζωγραφίσει
Μην τυχόν και κάποιος όνειρο το κάνει
Απόκτημα προηγούμενης ζωής του
Λαχτάρα της τωρινής

Αλλά πάλι
Ποιος είμαι εγώ
Που θα ταράξω
Τις ισορροπίες του σύμπαντος
Τα πέτρινα χαμόγελα
Τους ξύλινους ίσκιους των ανθρώπων

Για τροφή έχω Άχραντους στίχους
Που συνεχίζουν να υφαίνουν
Καταραμένοι ποιητές
Σαν να μην έχουν πεθάνει

Κι είναι η άκρη της γραφίδας τους
Ζωγραφιά
Είναι το όμορφο πρόσωπο του κόσμου
Το υπέροχο πρόσωπο σου
Ιστορία που γράφεται τώρα
Και για πάντα
Ανεξίτηλο αίμα
Που δε θ’ αναβλύσει ποτέ

Ανάμεσα στους ξύλινους ίσκιους μας
Πέτρινα τα χαμόγελα
Το σύμπαν ατάραχο
Στέκει εκεί που το αφήσαμε

Sunday 1 June 2008

Πηγή των Δακρύων


Θα ΄ρθεις να κρυφτείς κάτω απ΄τα πέταλα του αλόγου μου
Όταν τη μορφή τους πάρει το στόμα σου
Πλατύ χαμόγελο θα βλέπουν οι εχθροί σου
Πλατύ χαμόγελο κι οι γυναίκες που σε πόθησαν
Ουλή στον μέσα σου φόβο

Θα ‘ρθεις όταν η δίψα θα έχει χρώματα
Το κίτρινο του πυρετού
Το κόκκινο μιας στάλας αίματος
Το λευκό της μάνας σου
Το διάφανο της αγάπης
Θα ζωγραφίζεις το νερό
Και γουλιά γουλιά στους οδοιπόρους θα μοιράζεις

Για τον θάνατό σου η τελευταία σταγόνα
Σκουριά στο σιδερένιο πέταλο
Ζωή στη μαργαρίτα που πέταλα ανοίγει
Χαιρετώντας τον μαρμάρινο σταυρό σου

Πέθανες για να γεννηθεί ένα λουλούδι
Έζησες για να το καταλάβεις


............................................................................
Δυόμιση μέρες τον είχαν στον νερόμυλο La Colonia.
Tο ρυάκι που άκουγε τις τελευταίες του ώρες,
οι Άραβες το έλεγαν παλιά "πηγή των δακρύων".
"H μοίρα μου είναι στο νερό", είχε πει κάποτε προφητικά.
"Σκούρες σιωπές και φόβοι σαν ψιλή άμμος."


Τίποτα δε θέλησα τίποτα να σου πω
Είδα μες στα μάτια σου δυο δέντρα τρελά
απο αέρα, γέλιο και χρυσάφι, που σάλευαν.
Τίποτα δε θέλησα, τίποτα να σου πω.(F.G.Lorca)

Monday 19 May 2008

«Cuña del cante»


Κι αν είμαι μόνος
Θα υπάρχω και χωρίς εσάς
Υπέροχοι άνθρωποι
μακριά μου όταν είστε
Θα θυμάμαι τα χέρια σας
Την αγάπη που ποτέ δεν σας βρήκε
Κι ύστερα θα φορέσω τα γυαλιά μου σ’ έναν χορό
Που ποτέ δεν ανάσανε η πλάση
Και ο κόσμος
Ξέχασε τα παιδιά που τραγουδούσαν

Friday 16 May 2008

Περι ορυχείων το ανάγνωσμα

Νικηφόρος Βρεττάκος

Ο Ανθρακωρύχος

Ότι κι αν γράψεις λόγια θα’ναι.
Αυτά τα λόγια σου ζητώ να εξαφανίσω
Κι είναι γι’αυτό που έχω κόψει το χέρι μου
Κι είναι γι’αυτό που ζυμώνομαι
Νύχτα μέρα με τη φωτιά που πατήθηκα
Κι έλιωσα κάτω όπως ένα
Τριαντάφυλλο κόκκινο.

Θέλω να γίνω ένα άλλου είδους νερό.
Μια άλλου είδους γλώσσα.
Σαν αχτίνες χρυσές να τρυπώνω τα λόγια μου
Μες απ’τους πόρους σας, δίχως να ξέρετε
Προχωρώντας και φέγγοντας, βαθύτερα, όλο
Και βαθύτερα μες τις καρδιές σας, καθώς
Τις μαύρες στοές της γης
Κατεβαίνοντας
Ο ανθρακωρύχος με το λυχνάρι του.

Monday 12 May 2008

Να Βρέχει

Κι ύστερα οι στάλες της βροχής
αγκαλιές γινήκαν.
Κι όλο να βρέχει προσευχήθηκες

Στον ήλιο, τον θάνατο, τον Θεό.

Ανοιχτό υπόγειο τα χέρια σου.

Όταν σταμάτησε η βροχή
Μαράθηκαν όλες οι προσευχές.
Μαράθηκε ο ήλιος.
Και ο θάνατος που σε λυπήθηκε
Παρακάλεσε τον Θεό, να σου δώσει το δάκρυ.

...Έκλαψες, αγκαλιάζοντας τον εαυτό σου.

Friday 25 April 2008

Επιταφίου Περι φέρεσθαι




Ψυχή περίλυπη μέχρι θανάτου : «πλην ουχ' ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ...» (Ματθ.ΚΣΤ' 40-42).

Δρόμοι εσταυρωμένοι
Γυμνοί απο φως κι απο σκοτάδι

Πυκνό αμάγαλμα σιωπής

''Λιγοστεύουν τα ταξίδια μας αγαπημένη.''

Μαραίνονται λουλούδια θλιβερά, στόλισμα επιταφίου
περιμένοντας την περιφορά τους
Πάνω σε γερούς ώμους, κλέβοντας κάτι απο τούτο τον κόσμο
Κατανυκτικά υποκλίνονται όλοι στην ελπίδα αυτή τη νύχτα.
Λαμπαδηφόροι δακρυροούντες, οι μια φορά ανά έτος μετανοούντες
στα χαμηλωμένα βλέμματά τους, μόνο θα ακούν τον ήχο σας
ω άνθη, καθώς ξεψυχάτε
Πάνω σε γέρους ώμους, βήματα που δεν αφήνουν χνάρι
στην άσφαλτο.

Πόσο διάφανο το άρωμα της σιωπής

Την ώρα που το Άγιο Φως θα σταυρώνει τις πόρτες
οι δρόμοι, θα ξεμένουν πάνω στον δικό τους σταυρό
Γυμνοί απο φως κι απο σκοτάδι
Πρώην λαμπαδηφόροι, αδιάφορα θα πατούν, υπολείμματα των πετάλων σας
ω άνθη ξεψυχισμένα
και τα βλέμματα, ψηλά θα κοιτούν
όχι κάτω, όχι κάτω.

Κι ούτε ένα χνάρι στην άσφαλτο
Μετά τη βροχή
και τον αέρα

Κι ούτε ίχνος απο τον θάνατό σας
ω άνθη

Κανείς δεν θα ακούσει τον θάνατό σας
Ούτε η φωνή σας θα φτάνει εδώ κάτω
ψαλμός αγγελικός

''Τέλειωσε το ταξίδι αγαπημένη

Πυκνή και διάφανη σιωπή, αντί ταξίδι τώρα''


.............................................................................

Λίγα θα πω
Πέρα στις άδειες παραλίες τα υπόλοιπα θ’ ακούσεις
Το τολμηρό το κύμα θα ξεβράσει λόγια, λόγια, λόγια
Και δυό νότες

Και θα μιλήσει
Τραγουδιστά θα πει η αλμύρα ότι σκέφτομαι
Άσπρος αφρός ή σύννεφο, κύμα, κύμα, κύμα
Ή βροχή

Για να τυλίγομαι
Στα πόδια σου δροσιά καλοκαιριού και πάγος το χειμώνα
Βρεγμένα τα μαλλιά σου απ’ το σώμα μου, δάκρυ στο μάγουλο σου
Που δεν κύλησε

Λόγια, λόγια, λόγια
Κύμα, κύμα, κύμα
Βροχή, δάκρυ, βροχή
Όλα από λίγο
Μα πολλά

Sunday 6 April 2008

Φόντο Μαύρο

Μαύρο φόντο έχουν οι ομιλίες μας.
Λογοκριμένη σκηνή, σε ταινία ανεκπλήρωτου έρωτα οι εκατέρωθεν ματιές.
Λάτρεψα εκείνα τα γαρίφαλα, που μιλούσαν για το τέλος.
Μίσησα τα χαμόγελα που όριζαν την αρχή
Χωρίς αρχή, δεν έχει τέλος.
Όταν έρθει όμως, πρέπει να το λατρέψεις.
Μόνο τότε σπιθίζει όμορφα η εικόνα σου.

Μέσα μου γράφονται έπη
για τα μικρά προτεκτοράτα μας
Τα σύνορά μου αλλάζουν συνεχώς

Τα αληθινά παραμύθια, δεν έχουν ποτέ καλό τέλος
Κι όμως λατρεύω τα παραμύθια
Καταλαβαίνω αν είναι ή όχι αληθινά
απο την μυρωδιά γαρίφαλλου
Και το μαρμάρινο που βλέπω μες στα μάτια σου

Σου το είπα;;;
Λατρεύω τα γαρίφαλλα
Μυρίζει όλο το σπίτι σήμερα.
Δεν θα κοιτάξω τα μάτια σου.

Σ' αγαπώ
Καληνύχτα

Thursday 3 April 2008

Το πιο απλό τραγούδι

Σταμάτησαν τα τραγούδια απόψε.
Την ίδια ώρα ξαφνικά

λες και το ΄χαν συμφωνήσει μέρες.
Ακρωτηριασμένοι με προλαβαίνουν οι ήχοι .
Ανάσα νύχτας, χτύπος καρδιάς, μικρές κραυγές απο λέξεις ποιημάτων.

Χωρίς μουσική.
Χωρίς έναν λόγο, έστω φθηνό.

Καπνίζω ασταμάτητα, απλά και μόνο
για να ακούω το τσάφ του αναπτήρα.

Φτιάχνοντας τάχα μουσική.
Ξέρεις, αυτή που γεννάει στάχτη
μαυρίζει πνευμόνια
και πεθαίνει
σε ραγισμένο
μπλέ σταχτοδοχείο

''Για να θυμάσαι τη θάλασσα''
Μου ΄χες πεί

Ναι...
Θυμάμαι.

Sunday 23 March 2008

Αποφόρτιση

Μικρές - μικρές σταλαγματιές, γεμίζουν αργά - αργά τα κοιλώματα.

Στην παγωμένη πέτρα ή στο μάγουλο.

Saturday 9 February 2008

Πεχλιβάνης



Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Πρώτη εκτέλεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Μια νύχτα θάρθει απο μακριά, βρε αμάν αμάν
αέρας Πεχλιβάνης
να μην μπορείς να κοιμηθείς, βρε αμάν αμάν
μόλις τον ανασάνεις
θαχει θυμάρι στα μαλλιά, βρε αμάν αμάν
κρανά για σκουλαρίκια
και μες στο στόμα θα γυρνα, βρε αμάν αμάν
ρητορικά χαλίκια

Θα κατεβεί σαν άρχοντας, βρε αμάν αμάν
θα κατεβεί σαν λύκος
να πάρει χρώμα και ζωή, βρε αμάν αμάν
της μοναξιάς ο κήπος
τα μελισσάκια θα γυρνούν, βρε αμαν αμαν
γύρω απ' τις πολυθρόνες
και το νερό το κρύσταλλο, βρε αμάν αμάν
θα ρέει απ' τις οθόνες

Αέρα νασαι τιμωρός, βρε αμάν αμάν
νασαι και παιχνιδιάρης
κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου, βρε αμάν αμάν
ναρθεις να μου την πάρεις
για να κοιτάει από ψηλά, βρε αμάν αμάν
του κόσμου τη Ραστώνη
να ξεχαστεί σαν των βουνών, βρε αμάν αμάν
το περσινό το χιόνι
..................

(Αγωνία, κάθε που φυσά.
Λυσσάει το μάτι. Σκαλώνει σε ομπρέλλες που σπάνε, κλαδιά που λυγίζουν, καπέλλα που πετάν, σακκούλες που χορεύουν.
Λες να ΄ναι αυτός ο Πεχλιβάνης;;; )




Photo: Painting by george Mentosa

Tuesday 5 February 2008

Συνάντηση

Πριν κλείσω την τελευταία μου
στάλα κάθε νύχτα,
πριν την κάνω αθάνατη
στο κλαίον κορμί μου,
θ΄ αφήνω άλλη μια.

Να σταλάζει στο χώμα,
ή σε βίαια συνάντηση,
με τ΄ αδέρφια μου τους σταλαγμίτες.

Αυτοί, δεν μπορούν να ρίξουν ψηλά
ως εμένα το δάκρυ τους.
Λέω να τους χαρίσω το δικό μου,
μέχρι να ψηλώσουν και να με συναντήσουν.

Ως άλλη λεχώνα,
που θυσιάζει τα παιδιά της,
για να καταλάβει
τι θάνατος σημαίνει.


Ως άλλος βαρκάρης,
που χτίζει γέφυρια με το σώμα του,
γιατί έμαθε να μπαρκάρει ψυχές,
χωρίς θρήνο.

Ποθεί μόνο,
να τις αγκαλιάσει,
μήπως κλέψει
ένα ρίνισμα του πόνου τους.

Ή μια άλλη αγκαλιά,


εκτός της δικής του.

Monday 4 February 2008

Ίριδα

Θα μπορούσε να είναι ανάλυση
του ηλιακού φάσματος.

Κατέληξα όμως ότι τα
χρώματα της αγάπης
είναι πάνω απο επτά.
Βρέθηκα να κολυμπώ,

σε χιτώνα που άγκάλιαζε,
ένα ουράνιο τόξο.


Στις άκρες του έκρυψα χρυσό.

Sunday 3 February 2008

Πέφτοντας

Ξεχείλισα απο μια κούπα Κουβανέζικου καφέ, με σκούπισε Αιγυπτιακός πάπυρος, έγραψε πάνω του ο Σεφέρης, με κρεμάσαν σε Ανδαλουσιανό παράθυρο να στεγνώσω, με πήρε Καλιφορνέζικος ανεμοστρόβιλος, έπεσα σε μια λίμνη στο Λουγκάνο, βρέθηκα να κάνω παρέα μ΄ ένα βότσαλο που μετρούσε χρόνους σαράντα στον βυθό, εξορισμένο απο χέρι ερωτευμένου σε στιγμή διασκέδασης με την αγαπημένη του.
Κάποτε εξατμίστηκα. Έγινα βροχοσταγόνα κι έπεσα στον κήπο σου, καθώς έφευγες για τη δουλειά.

Είδες που έτσι κι αλλιώς βρήκα το δρόμο για το στόμα σου;

Tuesday 29 January 2008

Αφ-ορισμοί


Θέλω να αφορίσω, εκείνα τα χαρούμενα χελιδόνια που μου κρατούσαν συντροφιά κάθε άνοιξη. Έλεγα τότε, λύτρωση το πέταγμά τους στον ώμο μου. Τα μάλωνα, παπαγάλους τα έλεγα και χαμογελούσα σ΄ ένα αθώο τους τιτίβισμα. Μα οι παπαγάλοι μιλάν, μου τιτιβίζανε, εμείς όχι. Και φεύγαν στον σταροστόλιστο κάμπο. Ραντεβού στους ώμους σου, ξανατιτιβίζαν.Αύριο πάλι.


Δε θυμάμαι πότε σταμάτησαν να έρχονται.

Μάλλον εκείνον τον χρόνο, που σταμάτησε να έρχεται και η άνοιξη.

Monday 28 January 2008

Λεξο-τα niL




Μια - 1 ανακαλύπτω τις λέξεις.
Αυτές ΜΕ ξέρουν. ΑιώνεΣ τώρα.
Χα!
Ζωή σου λέει, είναι οι λέξεις που μαζεύουμΕ, Baδίζοντας ΠΡΟΣ>>>> τον θάνατΟ.

Sunday 27 January 2008

Άνθρωποι Ρόδες



Κάνουν χιλιάδες κύκλους,
Έχουν ακτίνες που βλέπουν προς τα μέσα
Λιώνουν, μα αλλάζουν περίβλημα
Ο πατέρας τους βλέπεις, ιδιοκτήτης Βουλκανιζατέρ
Έχουν μια βαλβίδα
Κι απο κεί, φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν
Ανάλογα με τις περιστάσεις
Ο αέρας τους βλέπεις, είναι εσωτερικός
Στρίβουν δεξιά κι αριστερά
Μα συνήθως την ευθεία ακολουθούνε
Μετωπικές επιθέσεις
Στις ανώνυμες λεωφόρους βλέπεις
Συνήθως ευθείες υπάρχουν
Κάποτε... παλιά, ήταν ξύλινοι
Και απλά σπάγανε
Τροφοδοτώντας τα τζάκια κατόπιν
Τα ξύλα βλέπεις, παλιά ήταν άφθονα
Και δεν χρειαζόσουν άδεια κοπής
Και τώρα πάντως
Πάλι καμμένο μυρίζουν
Αρκεί να τους φρενάρεις
Η ''φρενίτιδα'' βλέπεις, μπορεί να είναι
δίσημη στις μέρες μας

Wednesday 16 January 2008

Κάθε πότε φοράω τον Παράδεισο



Απίθωσα τον μάλλινο Παράδεισό μου στην κρεμάστρα.
Άναψα ένα απο τα ψέμματά μου και το κάπνισα μέχρι που μου έκαψε τα δάχτυλα. Ο καπνός του στάθηκε στο ταβάνι ένοχο σύννεφο. Σε λίγο άρχισε να ξεφορτώνει τις χοντρές του στάλες στο άχρωμο δωμάτιο. Φόρεσα ξανά τον Παράδεισό μου και βγήκα έξω.
Απλώνοντας το χέρι μου, τσαλάκωσα τον χάρτινο ήλιο και τον έβαλα στη μέσα τσέπη μου. Που ξέρεις, μουρμούρισα. Κάπου μπορεί να χρειαστεί.
Έκλεισα την πόρτα και την βροχή πίσω μου.
Δεν με ακολούθησε ποτέ...

Saturday 5 January 2008

Προσευχή. 1


Εκείνο το βράδυ, μόνος του επέστρεφε στο μικρό, παλιό σπίτι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, μετά τη μεγάλη βρύση.
Ήθελε να μιλήσει με κάποιον απόψε, αλλά δεν είχε κανέναν.
Όταν μιλούσε όπως ένιωθε, πάντα έμενε μόνος του.
Και τώρα πια, δυσκολευόταν να μιλήσει όπως ήθελαν οι άλλοι.
Λίγο πριν τον μεγάλο πλάτανο κοντοστάθηκε.Απέναντί του, το ''χάλασμα της άκληρης''.
Τα απομεινάρια ενός διόρωφου σπιτιού, που λέγαν στο χωριό, ότι πριν σαράντα χρόνια, είχε κάψει η κύρα Νίτσα. Λέγαν ακόμη ότι είχε χάσει τα λογικά της γιατί δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Γι' αυτό την είχε αφήσει ο άντρας της.
Έτσι κάηκε κι αυτή μαζί μέσα στο σπίτι, που ονόμασαν ''χάλασμα της άκληρης'', το μόνο δικό της πράγμα που της είχε απομείνει στον κόσμο.
Ο Αντώνης πλησίασε..
Στις λακούβες μπροστά απ' το σπίτι το νερό είχε παγώσει.Στην είσοδο, ένα σπασμένο αγαλματάκι.
Πλησίασε κι άλλο. Στη βάση του διάβασε με δυσκολία: Λάχεση.
Και τότε ο παγωμένος αέρας ξαφνικά, έγινε λέξεις: ''Μίλα μου γιέ μου, πες μου..''
Ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Κάτι όμως -η μοναξιά του, είπε μετά- δεν τον άφησε.
Προσπάθησε ν' ακούσει ξανά, σχεδόν σίγουρος ότι έκανε λάθος.Ίδιες λέξεις. Σαν απο χαλασμένο γραμμόφωνο.
''Μίλα μου γιέ μου, πες μου..''
Και τότε ξέσπασε.
Άρχισε να μιλάει, σ' αυτή τη φωνή, ή στον αέρα αν θέλετε. Μιλούσε όμως. Και κάποιος τον άκουγε, κάποιος του στεκότανε, ή έτσι τον έπεισε η φαντασία του ότι έγινε.
Μίλησε για το πρώτο πράγμα που του 'ρχότανε. Κι αυτό ήταν οι προσευχές:
-Θέλω να προσευχηθώ, μα δεν ξέρω πως.
Φαντάζομαι την προσευχή, σαν τρένο, με άπειρα βαγόνια φορτωμένα κάρβουνο, να τραβάει κατά τον ήλιο και να γίνονται ένα μαζί του, να χάνονται μέσα του.
Νομίζω ότι γι' αυτό φωτίζει ακόμη ο ήλιος.
Εγώ τα κάρβουνα, τα ρίχνω ακόμη μέσα μου.
Κι όμως το πρόσωπό μου είναι ακόμη σκοτεινό..
Πήρε τον δρόμο για το σπίτι.
Φεύγοντας, αποφάσισε να ξανάρθει το επόμενο βράδυ, στο ''χάλασμα της άκληρης''. Με κάποια χαρά, άκουσε να τον ακολουθεί το σφύριγμα του αέρα, ή λέξεις αν θέλετε.
Έβγαλε ένα σπασμένο μολυβάκι και σε μια απόδειξη του καφενείου, ξεχασμένη στην τσέπη του, έγραψε ότι άκουγε:

Βλέπεις τις γραμμές;
Αυτές που τραβάνε, για τον ήλιο.
Τις έστρωσαν ψυχές, όνειρα ματωμένα
κι εκείνη η μηχανή-βαγόνια φορτωμένα-
αλαφρώνει τις ψυχές, κουβαλάει προσευχές

αν μέσα στην ψυχή σου ρίχνεις κάρβουνο
το προσωπό σου αν είναι ακόμη σκοτεινό
σου λείπει η φλόγα, γιε μου, η φλόγα
που τον ήλιο ματώνει, τον ματώνει
κάθε δειλινό...

Οι λέξεις έσβησαν. Το φως της μεγάλης βρύσης, ήταν πίσω του και δεν έβλεπε για να γράψει άλλο.
Ας είναι, σκέφτηκε.
Κι αύριο μέρα είναι.
Και άνοιξε το σκουριασμένο πορτάκι, της αυλίτσας του.