Sunday 18 November 2007

Όλα καταλήγουν σε ένα χαμόγελο

Σ' έναν συρφετό απο πράγματα, στοιβάζεται η ζωή μας.Είναι απίστευτο, το πως φυλακίζονται η μνήμες μας σε μια κάρτα γενεθλίων, ένα μπρελόκ, ένα γράμμα, μια παλιά κασσέτα με μια αφιέρωση, που μετα δυσκολίας διαβάζεις, μιας και κιτρίνισε κάπου σ' ένα συρτάρι.Συνήθως όλα καταλήγουν σ' ένα χαμόγελο -σκέφτηκε-.Άντε κι ένα δάκρυ.Για ότι πέρασε, ξεθώριασε, στριμώχτηκε στη λήθη ενός συρταριού, ή μιας παλιάς βαλίτσας.

Όταν αλλάζεις σπίτι, αφήνεις στο παλιό κάτι απο εσένα.Και κουβαλάς στο καινούριο ότι σε στοιχειώνει, με τη μορφή μικρών, άνευ υλικής αξίας, πραγμάτων.Αυτά τα μικροπράγματα είσαι εσύ.Ανίκανος να τα αποχωριστείς, ικανά να σε κάνουν να νοιώσεις.

Κοίταξε γύρω του.Παντού πεταμένες σακούλες, βαλίτσες, cd, ρούχα, βιβλία, σημειωματάρια με παλιούς στίχους, που δεν ήξερε γιατί έγραφε.
Την επόμενη εβδομάδα, δεν θα υπήρχε τίποτε απο αυτά.Κάποιοι άλλοι θα πατούσαν το ξύλινο πάτωμα.Το σανίδι πριν τη σκάλα θα έτριζε κάτω απ' το βάρος ενός άλλου ποδιού.
Η ροδιά του κήπου όμως, θα συνέχιζε να ανθίζει και παλεύοντας με τα στοιχειά του καιρού, θα χάριζε στον εαυτό της, ένα, ακριβό, πένθιμο, καχεκτικό ρόδι.

Έκλεισε το φερμουάρ του σακ-βουαγιάζ.
Ώρα να φύγει.Για σήμερα τουλάχιστον.
Κι ενώ σκεφτόταν όλα αυτά, στον καθρέφτη πριν τη σκάλα, είδε ένα πρόσωπο με χαμόγελο.Πικρό, αλλά χαμόγελο.Όλα καταλήγουν σ' ένα χαμόγελο, σκέφτηκε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Monday 5 November 2007

Οι απο μηχανής Θεοί - Μηχανικά κινούνται


Το φως έπαιζε κρυφτό με τη σκιά του τρένου, που πέρναγε κάθε είκοσι λεπτά ή μισή ώρα.Οι κινήσεις μηχανικές, σαν τον ήχο που βασάνιζε τις ράγες.Ένα ''σχεδόν χαμόγελο'' , στολίδι σε πρόσωπο που αγωνιούσε να αναγνωριστεί στον μικρό ραγισμένο καθρέφτη.
Χαμηλό το ταβάνι, πλάκωνε την λέξη ελευθερία, που είχε καρφώσει η μύτη του μολυβιού του.Οι κινήσεις μηχανικές.
Μόλις είχε περάσει το τελευταίο τρένο γι’ απόψε.Και η λέξη που τον βασάνιζε όλη του τη ζωή, άφηνε την τελευταία της πνοή, σ’ ένα τελευταίο κάρφωμα απο γραφίτη.
Για πάντα φυλακισμένος.Ποτέ ξανά ελεύθερος.

Έκλεισε το μπλέ τετράδιο, με την ετικέτα ΔΙΕΘΝΕΣ.
Έξυσε το μολύβι με αργές κινήσεις.Μηχανικές.

Ήταν πια, αυτό που οι άλλοι λέγαν, ποιητής.




Leonard Cohen - Bird On The Wire Lyrics

Like a bird on the wire,
like a drunk in a midnight choir
I have tried in my way to be free.
Like a worm on a hook,
like a knight from some old fashioned book
I have saved all my ribbons for thee.
If I, if I have been unkind,
I hope that you can just let it go by.
If I, if I have been untrue
I hope you know it was never to you.
Like a baby, stillborn,
like a beast with his horn
I have torn everyone who reached out for me.
But I swear by this song
and by all that I have done wrong
I will make it all up to thee.
I saw a beggar leaning on his wooden crutch,
he said to me, "You must not ask for so much."
And a pretty woman leaning in her darkened door,
she cried to me, "Hey, why not ask for more?"

Oh like a bird on the wire,
like a drunk in a midnight choir
I have tried in my way to be free.

Friday 2 November 2007

Νυχτώνει τριγύρω..




31/10-01/11
Την νύχτα των Αγίων Πάντων, ή αλλιώς Halloween, κάποιοι, (συνήθως παιδιά), φοράνε τις μάσκες τους, γυρεύοντας υποψήφια θύματα, πρόθυμα να τους μοιράσουν γλυκά και να εξευμενίσουν(;) τα κακά πνεύματα.



02/11
All Souls' Day
Ημέρα των πιστών(;) νεκρών.
Τιμή σ' αυτούς που φύγαν, με φρέσκα λουλούδια στα μνήματα και άφθονη κατανάλωση κεριών.
Τα παραπάνω, για τους πιστούς της Δυτικής εκκλησίας.

Είναι τα στεγνά απο συναίσθημα μάτια που τρομάζουν τα παιδιά.
Τη νύχτα όμως, τα κίτρινα φώτα τα κρύβουνε.
Είναι το χώμα, οι μνήμες και τα ''μνήματα'', που θα φοβούνται σε λίγα χρόνια.
Στο φως του ήλιου όμως, το πράσινο γρασίδι, πιο πράσινο φαντάζει και τα μάρμαρα λευκά.
Το φως τ' αλλάζει όλα.
Μόνο τις ψυχές διαπερνά κι αυτές, ατάραχες, ζητάν κάτι παραπάνω απο ένα λειψό κερί.
Τις κουβέντες που ξεχάσαν, μαζί με τα κορμιά τους..


Saturday 22 September 2007

''Taped''




Στο τέλος θα μου μείνει απ΄τη ζωή μου
Το μολυβένιο, του πολέμου της παράσημο
Και μια κασσέτα από έναν τύπο γραφικό
Νίκολα τον φωνάζανε θαρρώ, ή Άσιμο

Friday 21 September 2007

1νας Χειμώνας

Ότι μας κεντρίζει γιατί κάποιος άλλος το θέλησε, μας βάζει διλήμματα, που ίσως ποτέ δεν θα είχαμε.
Οι βαστάζοι της συνήθειας, δεν θα μας οδηγήσουν σε καμμία ζούγκλα, που δεν ξέρουμε ήδη.
Προτιμώμενο το γνωστό κεντρί, απο την άγνωστη σφήκα;
Θέμα τύχης-μοίρας, η ποσότητα του δηλητήριου.
Ή που θα εθιστούμε και θα μας βγεί σε καλό, ή που θα καταρεύσουμε γνωρίζοντας όμως..

Thursday 20 September 2007

''Να σημαδεύεις στα φτερά''


Όι πληγωμένες σκέψεις είναι τα καλύτερα, τα πιο δυνατά πουλιά.
Ποτέ δεν τις βλέπεις να έρχονται.
Ξαφνικά και αθόρυβα, κόβουν κύκλους πάνω απ' το κεφάλι σου, μέχρι να βρούν την κατάλληλη στιγμή, να κάτσουν πάνω του.
Συνήθως δεν μπορείς να τις διώξεις.
Έτσι μικραίνουν, μικραίνουν, και γίνονται τόσο μικρές που να χωράν να μπούν, απο τους πόρους του δέρματος στο μυαλό σου.

Εκεί στα ζεστά, βολεύονται κι αρχίζουν να μεγαλώνουν πάλι.
Αλλάζουν και μορφή πολλές φορές.

Αν βρούν και μια καλή θέση, στρογγυλοκάθουνται, ζευγαρώνουν και κλωσσάν τα αυγά τους.
Ο καλύτερος τρόπος να τις γιατρέψεις, είναι να τους πλάσεις ένα καινούριο ζευγάρι φτερά.
Και να μην τις διώξεις. Όχι.
Να τις αγαπήσεις και μόνες τους να φορέσουν τα φτερά τους, να μικρύνουν, να μικρύνουν, να βγούν απο το δέρμα σου και να πετάξουν εκεί που τους πρέπει.

Αν φτάσουν, θα είναι οι πιο ευτυχισμένες-πληγωμένες σκέψεις του κόσμου.
Αρκεί να μπορέσουν να τρυπώσουν, στο μυαλό του παραλήπτη.

Τότε, όλα μπορεί να συμβούν..


Ο κυκλώνας μας βρήκε ξυστά
μα στ' αυτιά μας ακόμα βουίζει
απ' τη σκόνη τα μάτια τυφλά
και δε βλέπουμε πια
ποιος σφυρίζει κλεφτά
τι τελειώνει τι αρχίζει


Painting: "Flying on Birds at Night" by Joe Moorman

Friday 24 August 2007

Δελτίο Καιρού



Ανεπιβεβαίωτες ακόμη πληροφορίες, αναφέρουν πως ο κυκλώνας Don (πρωτοξάδερφος του Dean) κατευθύνεται προς την Ορυχειούπολη, η οποία και πιθανότατα θα πληγεί, τις επόμενες ώρες.
Η διάρκεια του χτυπήματος, είναι άγνωστη μέχρι στιγμής, καθώς και τα επακόλουθα που θα έχει στους ''Σταλακτίτες'' της.

Τα κεφάλια
μέσα μέχρι να κατακάτσει ο κουρνιαχτός..

Thursday 23 August 2007

Εσύ τι βλέπεις με μάτια κλειστά;













Black in a room?





Κλ(ε)ίνουμε





Για ένα ξάφνιασμα γίναν όλα.

Για μια πληγή που παραμόνευε στ’ ανοιχτά του Παραδείσου.

Εξαφανίζεται το –κατά λάθος- χαμόγελο, μόλις ακούσεις τον ήχο που κάνει η καγκελόπορτα, σφραγίζοντας πίσω σου.

Έργα τέχνης στα μάτια σου, τα άτεχνα χαραγμένα σε υγρούς τοίχους σχέδια, των προηγούμενων ενοίκων.

Στίχοι καλύτεροι, απο αυτούς του Σεφέρη, οι άγριες, ματοκυλισμένες λέξεις, στο σοβά που απόμεινε.

Μετράς τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια, σε τρεμουλιασμένες γραμμές.




Άλλος τις έσυρε.


Κι αυτές σέρνουν εσένα.

Θα περάσουν δεν θα περάσουν;





Wednesday 22 August 2007

ölü boğazı










Το κουράγιο παύει κάποτε.
-Ο θυμός ξεψυχά.

Και χιλιάδες λατέρνες, αφήνονται στα χέρια αυτών που τις κουμαντάρουν, κάνοντας τις ίδιες κυκλικές κινήσεις.
-Νοητοί κύκλοι.
-Α-νόητα συμπεράσματα.

Αιώνια νομίζεις πως γυρνάν, αφήνοντας τους ξεκούρδιστους ήχους τους,
τσουλώντας στα καλντερίμια ή στρογγυλοκαθισμένες, σε πτυσσόμενα τραπεζάκια..


Μέχρι να σπάσει και η τελευταία χορδή τους, να τρυπήσει το τελευταίο σφυράκι τους, να στραβώσει το τελευταίο καρφάκι τους, να σκουριάσει ο τελευταίος κύλινδρος.


-Γρατζουνισμένα τραγούδια..
-Ασθμαίνουσες μελωδίες.

Χάνει κάποια στιγμή τον ρυθμό του, το χέρι του λατερνατζή.
Δεν έχει τη δύναμη, ούτε τον σταυρό του να κάνει.


Και τότε σιωπή..

Μέσα σ’ αυτή την Πόλη, που απο σήμερα μισώ..
Αγαποκλέφτρα και σημαδεμένη.

Και που μόνο η σιωπή της πρέπει...



ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

'Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.


Ντίνος Χριστιανόπουλος

Tuesday 21 August 2007

Κλεφτοπούλι




Απο υστέρηματα αισθημάτων αρπάζεις ότι βρείς.
Κίσσα μεγαλούπολης, μαζεύεις γυαλιστερά δάκρυα,
στην συρματοπλεγμένη φωλιά σου.

Ανεκτίμητα όλα αυτά οπωσδήποτε.

Απλά ως χαζοπούλι, δεν ξέρεις τι να τα κάνεις,
αφού ούτε πουλιούνται, ούτε τρώγονται και συνήθως αν δεν τα λατρέψεις,
σκληραίνουν τόσο, που κάνουν μόνο για αντίβαρα
στη ζυγαριά του
τίποτα...

Sunday 19 August 2007

Απροσδιόριστοι προορισμοί..

Ακολουθώντας, Ορφικό τραγούδι, τραγούδι όλου του κόσμου γίνεσαι.

ΘΡΑΚΗ


Εις της Θράκης την ένδοξη χώρα
Σέρναν μάγισσες μεγάλο χορό
Μα εφύσησε αγέρι ψυχρό
Κι εσκορπίσθηκαν τώρα

Και μια μάγισσα μένει θαμένη
Στη βαθειά της κρυμμένη σπηλιά
Όπου δεν φθάνει καμιά αντηλιά
Και πιστή παραμένει

Απ τον μάγο της εζήτησε χάρη
Εις την Θράκη της να κοιμηθεί
Στη σπηλιά της να λησμονηθεί
Χωρίς ήλιο ή φεγγάρι.

Και εμάγεψε το ακρογιάλι
Όποιος έλθει εδώ σταματά
Λογισμός και καρδιά εδώ πετά
Με λαχτάρα μεγάλη.

Το φυλάει καλά το ακρογιάλι
Αγρυπνά για να διώχνει θεριά
Που πλακώσαν ψηλά από το βοριά
Με βοή και με ζάλη

Κι άλλες μάγισσες γύρισαν τώρα
Ποια κρατεί το ραβδί το αργυρό
Για να σύρουν χορό ?
Ήλθε πάλι η ώρα

Θ αληθεύσουνε όνειρα άγια
Και με χίλια βαρειά Ωσανά
Τα ψηλά θ αντηχήσουν βουνά
Θα λυθούνε τα μάγια

Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Πόλη 1918






1η Στάση.

Κόβει βόλτες στο μυαλό μου, ένας κόσμος που δεν γνώρισα ακόμη.
Περισσότερο οι άνθρωποί του, θα έλεγα.
Εκείνα τα κρυμμένα χωριά, ίδια μελίσσια και κάθε φορά που κάποιος μου τα θυμίζει, λίγο απο το μέλι τους, ξεχνάνε στο στόμα μου.
Και για τους ανθρώπους τους μου λένε όλοι.
Ευγενικοί, φιλόξενοι, καταδεκτικοί.
Κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά.









Μια παλιότερη Ελλάδα ίσως.
Μια ''άλλη'' Ελλάδα μες στην δική μας.
Ίσως γι’ αυτό θέλω να κάνω μια στάση εκεί.


"Πομακοχώρια."


2η Στάση.

Μια πόλη, που λίγο είδα κάποτε και πολύ αγάπησα.
Ίσως η ομορφιά της παλιάς πόλης, που με κάνει να νοιώθω σαν στο σπίτι μου.
Το ενδιαφέρον των ανθρώπων, για τον πολιτισμό και η διάθεσή τους, να δημιουργήσουν πολιτισμό.

Όμορφη Ξάνθη μου, να σε δω πάλι θέλω και αυτή τη φορά, όσο μπορώ, να σε μάθω.

3η Στάση.

Θα δεις φεύγοντας απο την Ξάνθη και συνεχίζοντας Ανατολικά, σιγά – σιγά να λιγοστεύουν τα αυτοκίνητα.
Αφήνοντας πίσω σου τον φάρο της Αλεξανδρούπολης, να στενεύουν οι δρόμοι.
Το τοπίο, πιο απλό να γίνεται, πιο αγνό, όπως οι άνθρωποί του, σαν το ακατέργαστο χρυσάφι,έχοντας όμως μιαν ασημένια λάμψη.




Στο μοναστήρι της Κορνοφωλιάς ανάβοντας ένα κερί, θα έχεις αφήσει πίσω σου το δάσος της Δαδιάς, με μια προσευχή στο στόμα και μια γλυκιά μελαγχολία στην καρδιά.










Μετά το Αμόριο, ξαφνικά θα δείς έναν τρούλο κι έναν μιναρέ να σε καλούν, πριν φτάσεις στην γέφυρα του Ερυθροπόταμου, με τα ξεφτισμένα κιτρινόμαυρα κιγκλιδώματα.


Δεν θα σταματήσω να επιστρέφω ποτέ στο Διδυμότειχο..
Ίσως είναι τα ξέγνοιαστα, παιδικά καλοκαίρια.
-Το φιλί της γιαγιάς Παναϊοτής, της πιο γλυκιάς γιαγιάς του κόσμου.
-Τα παραμύθια της Μπάμπως της γειτονιάς.
-Τα παιχνίδια κάτω απο την καρυδιά, που δεν υπάρχει πια.
-Το δίπατο σπίτι, που γινόταν φωλιά ζεστή, και επίσης δεν υπάρχει.
-Τα βατράχια που σε ξεκούφαιναν τα καλοκαίρια, στο ανάχωμα της Ταμπακιάς.
-Ίσως είναι η αγάπη, που ξεχείλιζε παντού, απο τις ορθάνοιχτες αγκαλιές.
-Το γέλιο αβίαστο, σαν τα νερά του Ερυθροπόταμου.

Ακόμη και αν μόνο μέσα σου συνεχίζουν να υπάρχουν όλα αυτά..
Αυτό ειναι αρκετό, για να συνεχίσεις να
επιστρέφεις.
Αν όχι στο σημερινό
Διδυμότειχο, σ΄αυτό που εσύ κουβαλάς.
Και στην μελαγχολία, που σου θυμίζει την ΄΄ανθρωπιά΄΄ σου.
-Σε μια λαγγίτα, το μπυράλ ΄΄Τσακίρης΄΄, σε μια βραδυά Βυζαντινή, ασημολουσμένη, με την ηχώ της να επιστρέφει στο ΄΄Καλέ΄΄.
-Στα δυό πιο αθώα, λυπημένα μάτια του κόσμου και το πιο ειλικρινές χαμόγελο που έχεις δεί ποτέ, ακίνητα για χρόνια, σ’ έναν καναπέ.
-Σ΄ ένα πακέτο Camel, πλάι σ΄ έναν μαρμάρινο σταυρό.
Αυτή τη μελαγχολία που θα κουβαλήσεις μαζί σου, σ΄ ένα μεταξωτό Σουφλιώτικο μαντήλι.
Και θα την κουβαλάς, ακόμη κι όταν χαρίσεις το μαντήλι σ’ ένα Δυμοτιανό ΄΄κορτσούδι΄΄.
Μαντήλι που θα ανεμίζει στους ήχους και τις πινελιές των μουσικών χρωμάτων, Στέργιους Πεισμάνιψει, στο τοκμάκι Μεταξάδες Γιάνς Δήμαρχος, σ’αυτό τ’αλώνι το φαρδύ τρανός χουρός που γένιτι.
Των χορών.
Του ζωναράδικου, του αντικριστού, του μαντηλάτου, της Σουφλιωτούδας, του ταπεινού, του χασάπικου, του τρεχάτου, του κουτσού.
Στους τόπους του Σουφλίου, Μεταξάδων, Καρωτής, Ν. Βύσας, των Μάρηδων και των Δίδυμων τειχών, άλλοτε πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
Εκεί όπου η γκάιντα καλά λαλεί και ο τρανός χουρός καλά κρατεί.

Αφήνοντας πίσω σου τον ευλογημένο
"Έβρο" να δακρύζει, αγναντεύοντας τη σκιά σου, που απομακρύνεται προς τον Νότο.
Τσουγκρίζοντας ένα ποτήρι κρασί στο ΄΄Άβατον΄΄, ή στην ταβέρνα πάνω στις γραμμές του τραίνου στο Πραγγί.
Κι αν είσαι ΄΄Τυχερός΄΄, ίσως δείς φεύγοντας, τους πελαργούς με τα μικρά τους να σου φωνάζουν:
...΄΄Γειά΄΄ σου.
Μην ξεχάσεις να γυρίσεις.






Ένας ακόμη -απροσδιόριστο γιατί-, προορισμός με τρείς στάσεις απάντηση σε μια πρόσκληση

Saturday 18 August 2007

Η δική μου Θάλασσα..



Ο μικρός Ναπολέων, αγαπούσε πολύ την Θάλασσα.
Αγαπούσε πολύ και τα κύματα.

Στο δωμάτιο του είχε πολλές φωτογραφίες απο περιοδικά με μεγάλα κύματα και αμμουδιές.
Όταν έγινε έξι, ακριβώς ένα χρόνο πριν δηλαδή, ο μπαμπάς του του είχε χαρίσει εκείνα τα μαγικά κυάλια, που όταν κοιτούσε μέσα τους, έβλεπε πολλά κύματα και πολλές θάλασσες.
Πόσο είχε χαρεί τότε!

Σήμερα ήταν πάλι τα γενέθλιά του.
Αλλά φέτος ήταν μόνος του.
Πριν λίγους μήνες ο μπαμπάς του είχε φύγει απο το σπίτι.
Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.
Θυμάται μόνο, φωνές και την πόρτα του δωματίου του κλειδωμένη, όπως συνήθως.

Σήμερα, ήταν η μεγάλη πόρτα κλειδωμένη μόνο.
Την κλείδωσε η μαμά του, πηγαίνοντας να βρεί αυτόν τον φίλο της, που τώρα τελευταία τον έφερνε και στο σπίτι.
Τι όμορφη που ήταν η μαμά του!

Πριν φύγει, του είπε να είναι καλό παιδί, γιατί θα αργούσε να γυρίσει.
Του είπε ακόμη, ότι τα γενέθλια του και το δώρο του, θα τα κανόνιζε άλλη μέρα, γιατί είχε δουλειά.
Όταν έκλεισε η πόρτα και καθώς κλείδωνε, ο Ναπολέων δάκρυσε.

Σχεδόν αμέσως όμως, σκέφτηκε να φτιάξει ο ίδιος το δώρο του.
Έτσι, βρέθηκε με το αλάτι και τη μπλε μπογιά -που είχε μείνει απο τότε που βάψαν το δωμάτιό του- στην μπανιέρα.
Θα έφερνε τη θάλασσα στο σπίτι. Είχε πάει μόνο μια φορά, άλλωστε.
Ένα βράδυ που η μαμά του με τον φίλο της ήταν στο αυτοκίνητο και αυτός ήταν στην παραλία και έπαιζε με τα βότσαλα.
Τότε όμως κρύωνε. Άσε που δεν είχε κύματα.
Ενώ τώρα!

Αφού έβγαλε τα ρούχα του, άδειασε την μπλε μπογιά και μπήκε στην μπανιέρα.
Μετά άνοιξε τη βρύση και έριξε το αλάτι.

Βέβαια δεν θα είχε ψάρια και κοχύλια, αλλά δεν μπορούσε να τα έχει και όλα.
Όταν άρχισε να γεμίζει η μπανιέρα, έβλεπε το πλαστικό καραβάκι του, να κουνιέται απο τα μπλέ κυματάκια.
Ήταν τόσο χαρούμενος!

Το νερό ήταν λίγο κρύο, αλλά ποιος νοιαζόταν;

Τότε σκέφτηκε, να κάνει αυτός τα δικά του κύματα.
Έτσι άρχισε να κουνάει τα χέρια του στο νερό και αυτά έγιναν μπλέ απο την μπογιά.
Ήταν τόσο αστείο!
Όταν άρχισε να χοροπηδάει, τα κύματά του γίναν μεγαλύτερα, το καραβάκι κουνιόταν στ' αλήθεια πολύ και το πρόσωπό του γέμισε μπλέ σταγόνες.
Το επόμενο πράγμα που του έκανε εντύπωση, ήταν δύο πόνοι.
Ένας στο πόδι του και ένας δεύτερος στο κεφάλι του.

Μετά τα κύματα σταμάτησαν.
Ο Ναπολέων, βυθίστηκε στον άσπρο βυθό της μπλε αλατονεροθάλασσας.

Μετά απο λίγη ώρα, το καραβάκι ταξίδεψε, έξω απο την μπανιέρα.
Μαζί με την μπλε αλατονεροθάλασσα.
Όταν το κλείδι γύρισε στην πόρτα η μαμά του φώναξε:
''Ναπολέων, γύρισα'' ..

Ο μικρός Ναπολέων έμεινε στη θέση του.
Μ' ένα τελευταίο χαμόγελο.
Μόλις επτά χρονών και είχε τη δική του Θάλασσα..







Η ιδέα του παραπάνω κειμένου, γεννήθηκε απο το "τίποτα".

Friday 17 August 2007

Ψιτ


Ψιτ,
Ναι σε σένα μιλάω.
Το ήξερες πως τ’ αστέρια είναι λέξεις;
Τι;
Δεν με πιστεύεις;

Ωπαγασ’


Είπε και η παράξενη λέξη, αφού ταλαντεύτηκε για λίγο πάνω απ’ τα κεφάλια μας, άρχισε να λιώνει, να λιώνει, να λιώνει, να ασημίζει, να ασημίζει, να ασημίζει, να πετάει, να πετάει, να πετάει και να θρονιάζεται δίπλα στον Α Περιστερά

Πως το έκανες αυτό, ψέλλισα.
Εύκολο. Απάντησε.
Με πιστεύεις τώρα;
Ναι, είπα.

Και της έδωσα το πιο αληθινό φιλί, που έζησε ποτέ.

Ποιος είναι ο Δρόμος είπες;

Thursday 16 August 2007

Ο Φόβος

Μη φοβηθείς το σ’ αγαπώ
κι αν είναι δύσκολο
Είναι μονάκριβο απο ψυχής σαν βγαίνει

Μην φοβηθείς το σ’ αγαπώ
Ξέρω να μην τους χάσεις, μην και πονέσεις
Τρέμεις

Ξέρω, καρδιές χτυπάνε πένθιμα,
αυτών που πίσω μένουν
Κι όλο ραγίζουν και πενθούν
Μέχρι κι αυτές να σπάσουν


Μα μοναχό χαμογελιό
Ένα αγαπώ τες έχουν...


Αυτά μου είπες κείνο το βράδυ.








αφήνονταςένασαγαπωστοχωμαγιανατομοιρασωοπουφοβομουνψηλά



Ύστερα..

.....φόρεσες
...............τα
...................φτερά
..............................σου
........................................και
...................................................πέταξες

Wednesday 15 August 2007

..Την πίστη μας..





Σ’ ένα μικρό κομμάτι χώραγε η ψυχή μου
Μικρή κι αυτή, απο τότε, μόνη που ΄μεινε

Κομμάτι διαθήκης συνειδήσεως, λευκού χαρτιού
Που με το χρώμα του όλα τα ΄λεγε.

Σε παροιμίες, που πήγανε στον βρόντο, μερεύοντας καρδιές
Νανουρίζοντας όνειρα.
Πιστέψαμε, ότι λίγα μπορούμε να κάνουμε.
Πιστέψαμε, ότι μας είπαν.
Και το λίγο, λιγότερο έγινε.
Σε μιαν άκρη παραδείσου απο πλαστελίνη, έπιανε πάντα τον ίδιο χώρο.
Μόνο μορφή άλλαζε.

Ότι ακούσαμε πιστέψαμε.
Ότι θέλαμε ν΄ ακούσουμε.

Ταγές σε φινιστρίνι, καμωμένο απο γυάλινες δικαιολογίες.

Πετώντας στο βυθό, που ούτε αυτόν φτάσαμε ποτέ,
διαμαντάκια που θα μπορούσαν να το χαράξουν,
ματοβαμένους λοστούς, που θα μπορούσαν να το σπάσουν.

Πιστέψαμε ότι μας είπαν.
Ότι θελήσαμε ν΄ ακούσουμε.


Και μετά κλείσαμε τα μάτια, συνοδεία χαμόγελου άγνοιας και ευτυχίας..

Monday 13 August 2007

Lullaby (Lady D' Arbanville)








My Lady d'Arbanville, why do you sleep so still?
I'll wake you tomorrow
and you will be my fill, yes, you will be my fill.

My Lady d'Arbanville why does it grieve me so?
But your heart seems so silent.
Why do you breathe so low, why do you breathe so low,






My Lady d'Arbanville why do you sleep so still?
I'll wake you tomorrow
and you will be my fill, yes, you will be my fill.

My Lady d'Arbanville, you look so cold tonight.
Your lips feel like winter,
your skin has turned to white, your skin has turned to white.


My Lady d'Arbanville, why do you sleep so still?
I'll wake you tomorrow
and you will be my fill, yes, you will be my fill.






My Lady d'Arbanville why do you grieve me so?
But your heart seems so silent.
Why do you breathe so low, why do you breathe so low,






I loved you my lady, though in your grave you lie,
I'll always be with you
This rose will never die, this rose will never die.

I loved you my lady, though in your grave you lie,
I'll always be with you
This rose will never die, this rose will never die.


Κάποτε, αυτό που πλησιάζει περισσότερο στον θάνατο, είναι η παγωνιά των ζωντανών..





Photo : "Lady" D' Arbanville (15 ετών)

Tuesday 7 August 2007

Κατόπιν -αν-ωρίμου σκέψεως










Ήθελα να σου πω..
Αλλά δεν πρόλαβα.
Τωρα ψιθυρίζω στα γυμνά καλώδια σε γλώσσα ηλεκτρισμένη.
Ήθελα να ξεκινήσω..
Αλλά με σταμάτησες.
Άγαλμα κείτομαι, ή παγωμένο κλαρί με το ένα πόδι ή φυλλάράκι μου στον αέρα.
Ζηλεύω όλη την υπόλοιπη πλάση. Το Αδιάκοπο πηγαινέλα της και ένα πορτοκαλί σύννεφο, που αόρατο θα γίνει την νύχτα, για να γεννηθεί πάλι, πορτοκαλί και να αλλάξει λευκό ή γκρίζο, αύριο.
Μηδενικός ο χρόνος μου.
Η αξία του, μετριέται, μ’ εκείνες τις σκιές, που τεράστιες φαντάζουν σ’ έναν τοίχο και ύστερα χάνονται στο χώμα.
Ήθελα να ονειρεύομαι.
Με ξύπνησε ο κόσμος.
Μόνο μια κατάρα επαναλαμβάνω, Αδιάκοπα σε δωμάτιο χωρίς ηχώ και παράθυρα.
Κάποτε ίσως γκρεμίσει κάποιον τοίχο:


Να γίνει ο κόσμος όνειρο και όνειρο ο κόσμος
Κι εγώ να μη μιλώ, εγώ πια να μη ζω
Να έχω γίνει όνειρο και να ΄χω γίνει ο κόσμος.



Picture: ''Angelvision'' By Larryknox

Saturday 4 August 2007

Όταν με ρώτησε το δέντρο, αν έχει καρδιά


Ότι χάραξα, με σημάδεψε
ότι έπλασα με κατέστρεψε
Σε ότι χαμογέλασα, με έστιψε.
Κρύβω το χαμόγελο, κόβω τα χέρια μου.
Σε Λίγο (με) Χαράζει...
Πάλι



Επιμένω να ταξιδεύω.
Επιμένω να αφήνομαι στις (α)κακίες, που επιμελώς φύτεψα, ποτίζω και κρεμάω την αιώρα μου, μόνο όταν έχει
ξαστεριά..

Εσείς που μου χαράζετε στα δέντρα μου, καρδούλες, ονοματάκια και αηδίες.. καλά κάνετε.

Έχω αφήσει την αιώρα απόψε.
Να έρθετε.

Κι όταν φύγετε, να έχετε χαράξει άλλη μια καρδιά.
Δυό καρδιές να γίνει το κορμί της (α)κακίας.
Και να μην τις πάρετε.
Εκεί να τις αφήσετε.


Για πάντα.
Να τις ποτίζω και να κρεμάω την αιώρα μου
.

Ναι;


Monday 30 July 2007

Fool Moon







Αυτό που προστάζει το φεγγάρι δεν μπορείς να κάνεις ότι δεν άκουσες.



Ούτε ότι δεν είδες.







Βηματισμοί - κυματισμοί, παραδίδουν τα χρώματα στο ασημί ή το μαύρο..........






Και μια πεθαμένη ελπίδα, φοράει ένα σεντόνι και έρχεται να με τρομάξει.





Tuesday 17 July 2007

Έτσι


Μετά απ΄ όλα αυτά, τα ουσιαστικά αναπάντητα ερωτήματα και αφού το φιλοσόφησε για λίγο (γύρω στα 1593 χρόνια), ο σταλακτίτης αποφάσισε ότι το μόνο που είχε σημασία, ΄(τουλαχιστον για τα επόμενα 1534500000000 χρόνια), ήταν να λέει αυτά που ήθελε, όπως ήθελε, όταν ήθελε.
Α! Και αυτά που είχε ακούσει, αυτά που τον έκαναν αυτό που είναι, απο τις μικρές χαραγματιές του, μέχρι εκείνη την μεγάλη κορυφογραμμή του, που έμοιαζε με καράβι και οι τουρίστες ονομάζανε ''βυθοαβύθιστο''.
Γιατί αποφάσισε όλα αυτά;
Έτσι.
Γιατί μπορούσε και είχε αυτό το δικαίωμα.
Άλλωστε ποιος μπορεί να κατηγορήσει έναν σταλακτίτη;


((((((((((((((((((((((((((((((((((()))))))))))))))))))))))))))))))))))

Έκλεισα την συγνώμη μου μέσα σε χάρτινους τοίχους.
Έτσι, για να μπορείς να την ζωγραφίσεις.
Δίπλωσα τους χάρτινους τοίχους, σε μια σαϊτα.
Έτσι, για να μπορέσει να σε φτάσει.
Έκλεισα την σαϊτα μου μέσα σ΄ έναν φάκελλο.
Έτσι, γιατί οι σαϊτες δεν πετάνε για πολύ ώρα.
Σφράγισα τον φάκελλο μ΄ ένα φιλί.
Έτσι, γιατί το φιλί φτάνει πολύ μακριά, για να φτάσει εκεί που θέλει.
Χωρίς νερό, τροφή, ύπνο, χάπια για τον πονοκέφαλο.
Έτσι με την δύναμη της προσμονής, της ανάμνησης, της γεύσης.
Τι;
Αν έχει ψυχή το φιλί;
Εκεί μαζεύεται και το τελευταίο μόριο της ψυχής μας, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας.
Έτσι, γιατί θέλει να δοθεί.
Χωρίς έτσι πρέπει.



Painting: Peter Van Straten