Saturday 9 February 2008

Πεχλιβάνης



Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Πρώτη εκτέλεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Μια νύχτα θάρθει απο μακριά, βρε αμάν αμάν
αέρας Πεχλιβάνης
να μην μπορείς να κοιμηθείς, βρε αμάν αμάν
μόλις τον ανασάνεις
θαχει θυμάρι στα μαλλιά, βρε αμάν αμάν
κρανά για σκουλαρίκια
και μες στο στόμα θα γυρνα, βρε αμάν αμάν
ρητορικά χαλίκια

Θα κατεβεί σαν άρχοντας, βρε αμάν αμάν
θα κατεβεί σαν λύκος
να πάρει χρώμα και ζωή, βρε αμάν αμάν
της μοναξιάς ο κήπος
τα μελισσάκια θα γυρνούν, βρε αμαν αμαν
γύρω απ' τις πολυθρόνες
και το νερό το κρύσταλλο, βρε αμάν αμάν
θα ρέει απ' τις οθόνες

Αέρα νασαι τιμωρός, βρε αμάν αμάν
νασαι και παιχνιδιάρης
κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου, βρε αμάν αμάν
ναρθεις να μου την πάρεις
για να κοιτάει από ψηλά, βρε αμάν αμάν
του κόσμου τη Ραστώνη
να ξεχαστεί σαν των βουνών, βρε αμάν αμάν
το περσινό το χιόνι
..................

(Αγωνία, κάθε που φυσά.
Λυσσάει το μάτι. Σκαλώνει σε ομπρέλλες που σπάνε, κλαδιά που λυγίζουν, καπέλλα που πετάν, σακκούλες που χορεύουν.
Λες να ΄ναι αυτός ο Πεχλιβάνης;;; )




Photo: Painting by george Mentosa

Tuesday 5 February 2008

Συνάντηση

Πριν κλείσω την τελευταία μου
στάλα κάθε νύχτα,
πριν την κάνω αθάνατη
στο κλαίον κορμί μου,
θ΄ αφήνω άλλη μια.

Να σταλάζει στο χώμα,
ή σε βίαια συνάντηση,
με τ΄ αδέρφια μου τους σταλαγμίτες.

Αυτοί, δεν μπορούν να ρίξουν ψηλά
ως εμένα το δάκρυ τους.
Λέω να τους χαρίσω το δικό μου,
μέχρι να ψηλώσουν και να με συναντήσουν.

Ως άλλη λεχώνα,
που θυσιάζει τα παιδιά της,
για να καταλάβει
τι θάνατος σημαίνει.


Ως άλλος βαρκάρης,
που χτίζει γέφυρια με το σώμα του,
γιατί έμαθε να μπαρκάρει ψυχές,
χωρίς θρήνο.

Ποθεί μόνο,
να τις αγκαλιάσει,
μήπως κλέψει
ένα ρίνισμα του πόνου τους.

Ή μια άλλη αγκαλιά,


εκτός της δικής του.

Monday 4 February 2008

Ίριδα

Θα μπορούσε να είναι ανάλυση
του ηλιακού φάσματος.

Κατέληξα όμως ότι τα
χρώματα της αγάπης
είναι πάνω απο επτά.
Βρέθηκα να κολυμπώ,

σε χιτώνα που άγκάλιαζε,
ένα ουράνιο τόξο.


Στις άκρες του έκρυψα χρυσό.

Sunday 3 February 2008

Πέφτοντας

Ξεχείλισα απο μια κούπα Κουβανέζικου καφέ, με σκούπισε Αιγυπτιακός πάπυρος, έγραψε πάνω του ο Σεφέρης, με κρεμάσαν σε Ανδαλουσιανό παράθυρο να στεγνώσω, με πήρε Καλιφορνέζικος ανεμοστρόβιλος, έπεσα σε μια λίμνη στο Λουγκάνο, βρέθηκα να κάνω παρέα μ΄ ένα βότσαλο που μετρούσε χρόνους σαράντα στον βυθό, εξορισμένο απο χέρι ερωτευμένου σε στιγμή διασκέδασης με την αγαπημένη του.
Κάποτε εξατμίστηκα. Έγινα βροχοσταγόνα κι έπεσα στον κήπο σου, καθώς έφευγες για τη δουλειά.

Είδες που έτσι κι αλλιώς βρήκα το δρόμο για το στόμα σου;