Sunday 19 August 2007

Απροσδιόριστοι προορισμοί..

Ακολουθώντας, Ορφικό τραγούδι, τραγούδι όλου του κόσμου γίνεσαι.

ΘΡΑΚΗ


Εις της Θράκης την ένδοξη χώρα
Σέρναν μάγισσες μεγάλο χορό
Μα εφύσησε αγέρι ψυχρό
Κι εσκορπίσθηκαν τώρα

Και μια μάγισσα μένει θαμένη
Στη βαθειά της κρυμμένη σπηλιά
Όπου δεν φθάνει καμιά αντηλιά
Και πιστή παραμένει

Απ τον μάγο της εζήτησε χάρη
Εις την Θράκη της να κοιμηθεί
Στη σπηλιά της να λησμονηθεί
Χωρίς ήλιο ή φεγγάρι.

Και εμάγεψε το ακρογιάλι
Όποιος έλθει εδώ σταματά
Λογισμός και καρδιά εδώ πετά
Με λαχτάρα μεγάλη.

Το φυλάει καλά το ακρογιάλι
Αγρυπνά για να διώχνει θεριά
Που πλακώσαν ψηλά από το βοριά
Με βοή και με ζάλη

Κι άλλες μάγισσες γύρισαν τώρα
Ποια κρατεί το ραβδί το αργυρό
Για να σύρουν χορό ?
Ήλθε πάλι η ώρα

Θ αληθεύσουνε όνειρα άγια
Και με χίλια βαρειά Ωσανά
Τα ψηλά θ αντηχήσουν βουνά
Θα λυθούνε τα μάγια

Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Πόλη 1918






1η Στάση.

Κόβει βόλτες στο μυαλό μου, ένας κόσμος που δεν γνώρισα ακόμη.
Περισσότερο οι άνθρωποί του, θα έλεγα.
Εκείνα τα κρυμμένα χωριά, ίδια μελίσσια και κάθε φορά που κάποιος μου τα θυμίζει, λίγο απο το μέλι τους, ξεχνάνε στο στόμα μου.
Και για τους ανθρώπους τους μου λένε όλοι.
Ευγενικοί, φιλόξενοι, καταδεκτικοί.
Κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά.









Μια παλιότερη Ελλάδα ίσως.
Μια ''άλλη'' Ελλάδα μες στην δική μας.
Ίσως γι’ αυτό θέλω να κάνω μια στάση εκεί.


"Πομακοχώρια."


2η Στάση.

Μια πόλη, που λίγο είδα κάποτε και πολύ αγάπησα.
Ίσως η ομορφιά της παλιάς πόλης, που με κάνει να νοιώθω σαν στο σπίτι μου.
Το ενδιαφέρον των ανθρώπων, για τον πολιτισμό και η διάθεσή τους, να δημιουργήσουν πολιτισμό.

Όμορφη Ξάνθη μου, να σε δω πάλι θέλω και αυτή τη φορά, όσο μπορώ, να σε μάθω.

3η Στάση.

Θα δεις φεύγοντας απο την Ξάνθη και συνεχίζοντας Ανατολικά, σιγά – σιγά να λιγοστεύουν τα αυτοκίνητα.
Αφήνοντας πίσω σου τον φάρο της Αλεξανδρούπολης, να στενεύουν οι δρόμοι.
Το τοπίο, πιο απλό να γίνεται, πιο αγνό, όπως οι άνθρωποί του, σαν το ακατέργαστο χρυσάφι,έχοντας όμως μιαν ασημένια λάμψη.




Στο μοναστήρι της Κορνοφωλιάς ανάβοντας ένα κερί, θα έχεις αφήσει πίσω σου το δάσος της Δαδιάς, με μια προσευχή στο στόμα και μια γλυκιά μελαγχολία στην καρδιά.










Μετά το Αμόριο, ξαφνικά θα δείς έναν τρούλο κι έναν μιναρέ να σε καλούν, πριν φτάσεις στην γέφυρα του Ερυθροπόταμου, με τα ξεφτισμένα κιτρινόμαυρα κιγκλιδώματα.


Δεν θα σταματήσω να επιστρέφω ποτέ στο Διδυμότειχο..
Ίσως είναι τα ξέγνοιαστα, παιδικά καλοκαίρια.
-Το φιλί της γιαγιάς Παναϊοτής, της πιο γλυκιάς γιαγιάς του κόσμου.
-Τα παραμύθια της Μπάμπως της γειτονιάς.
-Τα παιχνίδια κάτω απο την καρυδιά, που δεν υπάρχει πια.
-Το δίπατο σπίτι, που γινόταν φωλιά ζεστή, και επίσης δεν υπάρχει.
-Τα βατράχια που σε ξεκούφαιναν τα καλοκαίρια, στο ανάχωμα της Ταμπακιάς.
-Ίσως είναι η αγάπη, που ξεχείλιζε παντού, απο τις ορθάνοιχτες αγκαλιές.
-Το γέλιο αβίαστο, σαν τα νερά του Ερυθροπόταμου.

Ακόμη και αν μόνο μέσα σου συνεχίζουν να υπάρχουν όλα αυτά..
Αυτό ειναι αρκετό, για να συνεχίσεις να
επιστρέφεις.
Αν όχι στο σημερινό
Διδυμότειχο, σ΄αυτό που εσύ κουβαλάς.
Και στην μελαγχολία, που σου θυμίζει την ΄΄ανθρωπιά΄΄ σου.
-Σε μια λαγγίτα, το μπυράλ ΄΄Τσακίρης΄΄, σε μια βραδυά Βυζαντινή, ασημολουσμένη, με την ηχώ της να επιστρέφει στο ΄΄Καλέ΄΄.
-Στα δυό πιο αθώα, λυπημένα μάτια του κόσμου και το πιο ειλικρινές χαμόγελο που έχεις δεί ποτέ, ακίνητα για χρόνια, σ’ έναν καναπέ.
-Σ΄ ένα πακέτο Camel, πλάι σ΄ έναν μαρμάρινο σταυρό.
Αυτή τη μελαγχολία που θα κουβαλήσεις μαζί σου, σ΄ ένα μεταξωτό Σουφλιώτικο μαντήλι.
Και θα την κουβαλάς, ακόμη κι όταν χαρίσεις το μαντήλι σ’ ένα Δυμοτιανό ΄΄κορτσούδι΄΄.
Μαντήλι που θα ανεμίζει στους ήχους και τις πινελιές των μουσικών χρωμάτων, Στέργιους Πεισμάνιψει, στο τοκμάκι Μεταξάδες Γιάνς Δήμαρχος, σ’αυτό τ’αλώνι το φαρδύ τρανός χουρός που γένιτι.
Των χορών.
Του ζωναράδικου, του αντικριστού, του μαντηλάτου, της Σουφλιωτούδας, του ταπεινού, του χασάπικου, του τρεχάτου, του κουτσού.
Στους τόπους του Σουφλίου, Μεταξάδων, Καρωτής, Ν. Βύσας, των Μάρηδων και των Δίδυμων τειχών, άλλοτε πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
Εκεί όπου η γκάιντα καλά λαλεί και ο τρανός χουρός καλά κρατεί.

Αφήνοντας πίσω σου τον ευλογημένο
"Έβρο" να δακρύζει, αγναντεύοντας τη σκιά σου, που απομακρύνεται προς τον Νότο.
Τσουγκρίζοντας ένα ποτήρι κρασί στο ΄΄Άβατον΄΄, ή στην ταβέρνα πάνω στις γραμμές του τραίνου στο Πραγγί.
Κι αν είσαι ΄΄Τυχερός΄΄, ίσως δείς φεύγοντας, τους πελαργούς με τα μικρά τους να σου φωνάζουν:
...΄΄Γειά΄΄ σου.
Μην ξεχάσεις να γυρίσεις.






Ένας ακόμη -απροσδιόριστο γιατί-, προορισμός με τρείς στάσεις απάντηση σε μια πρόσκληση

5 comments:

Anonymous said...

Ευχαριστώ .........
Τίποτα άλλο δεν μπορώ να πω για την ώρα ....πέρα από το :
Ευχαριστώ που μπορείς να θυμάσαι , να αφιερώνεις , να ...υπάρχεις .

Μαρινα ..... said...

δεν ξερω αν ταξιδια θυμασαι...
δεν ξερω αν οι στασεις ζωης εκφραζεις....
ξερω....οτι οτι θυμασαι δεν πεθαινει ποτε....

φιλι ....νυχτας καλοκαιρινης
καλως ηρθες

Μαρινα ..... said...

Υ.Γ "αν οι στασεις ζωη εκφραζουν"... το σωστο ...
φιλω

Anonymous said...

....................
σ' ευχαριστώ.....
να 'σαι καλά.....
η μνήμη είναι ζωή....
τι μου θύμισες απόψε.....
ένα από τα πιο νοσταλγικά ταξίδια μου.....

Anonymous said...

με ταξίδεψε τούτο ΄δω..
συγκλονισικό, αληθινό..