Saturday 18 August 2007

Η δική μου Θάλασσα..



Ο μικρός Ναπολέων, αγαπούσε πολύ την Θάλασσα.
Αγαπούσε πολύ και τα κύματα.

Στο δωμάτιο του είχε πολλές φωτογραφίες απο περιοδικά με μεγάλα κύματα και αμμουδιές.
Όταν έγινε έξι, ακριβώς ένα χρόνο πριν δηλαδή, ο μπαμπάς του του είχε χαρίσει εκείνα τα μαγικά κυάλια, που όταν κοιτούσε μέσα τους, έβλεπε πολλά κύματα και πολλές θάλασσες.
Πόσο είχε χαρεί τότε!

Σήμερα ήταν πάλι τα γενέθλιά του.
Αλλά φέτος ήταν μόνος του.
Πριν λίγους μήνες ο μπαμπάς του είχε φύγει απο το σπίτι.
Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.
Θυμάται μόνο, φωνές και την πόρτα του δωματίου του κλειδωμένη, όπως συνήθως.

Σήμερα, ήταν η μεγάλη πόρτα κλειδωμένη μόνο.
Την κλείδωσε η μαμά του, πηγαίνοντας να βρεί αυτόν τον φίλο της, που τώρα τελευταία τον έφερνε και στο σπίτι.
Τι όμορφη που ήταν η μαμά του!

Πριν φύγει, του είπε να είναι καλό παιδί, γιατί θα αργούσε να γυρίσει.
Του είπε ακόμη, ότι τα γενέθλια του και το δώρο του, θα τα κανόνιζε άλλη μέρα, γιατί είχε δουλειά.
Όταν έκλεισε η πόρτα και καθώς κλείδωνε, ο Ναπολέων δάκρυσε.

Σχεδόν αμέσως όμως, σκέφτηκε να φτιάξει ο ίδιος το δώρο του.
Έτσι, βρέθηκε με το αλάτι και τη μπλε μπογιά -που είχε μείνει απο τότε που βάψαν το δωμάτιό του- στην μπανιέρα.
Θα έφερνε τη θάλασσα στο σπίτι. Είχε πάει μόνο μια φορά, άλλωστε.
Ένα βράδυ που η μαμά του με τον φίλο της ήταν στο αυτοκίνητο και αυτός ήταν στην παραλία και έπαιζε με τα βότσαλα.
Τότε όμως κρύωνε. Άσε που δεν είχε κύματα.
Ενώ τώρα!

Αφού έβγαλε τα ρούχα του, άδειασε την μπλε μπογιά και μπήκε στην μπανιέρα.
Μετά άνοιξε τη βρύση και έριξε το αλάτι.

Βέβαια δεν θα είχε ψάρια και κοχύλια, αλλά δεν μπορούσε να τα έχει και όλα.
Όταν άρχισε να γεμίζει η μπανιέρα, έβλεπε το πλαστικό καραβάκι του, να κουνιέται απο τα μπλέ κυματάκια.
Ήταν τόσο χαρούμενος!

Το νερό ήταν λίγο κρύο, αλλά ποιος νοιαζόταν;

Τότε σκέφτηκε, να κάνει αυτός τα δικά του κύματα.
Έτσι άρχισε να κουνάει τα χέρια του στο νερό και αυτά έγιναν μπλέ απο την μπογιά.
Ήταν τόσο αστείο!
Όταν άρχισε να χοροπηδάει, τα κύματά του γίναν μεγαλύτερα, το καραβάκι κουνιόταν στ' αλήθεια πολύ και το πρόσωπό του γέμισε μπλέ σταγόνες.
Το επόμενο πράγμα που του έκανε εντύπωση, ήταν δύο πόνοι.
Ένας στο πόδι του και ένας δεύτερος στο κεφάλι του.

Μετά τα κύματα σταμάτησαν.
Ο Ναπολέων, βυθίστηκε στον άσπρο βυθό της μπλε αλατονεροθάλασσας.

Μετά απο λίγη ώρα, το καραβάκι ταξίδεψε, έξω απο την μπανιέρα.
Μαζί με την μπλε αλατονεροθάλασσα.
Όταν το κλείδι γύρισε στην πόρτα η μαμά του φώναξε:
''Ναπολέων, γύρισα'' ..

Ο μικρός Ναπολέων έμεινε στη θέση του.
Μ' ένα τελευταίο χαμόγελο.
Μόλις επτά χρονών και είχε τη δική του Θάλασσα..







Η ιδέα του παραπάνω κειμένου, γεννήθηκε απο το "τίποτα".

No comments: