Saturday 5 January 2008

Προσευχή. 1


Εκείνο το βράδυ, μόνος του επέστρεφε στο μικρό, παλιό σπίτι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, μετά τη μεγάλη βρύση.
Ήθελε να μιλήσει με κάποιον απόψε, αλλά δεν είχε κανέναν.
Όταν μιλούσε όπως ένιωθε, πάντα έμενε μόνος του.
Και τώρα πια, δυσκολευόταν να μιλήσει όπως ήθελαν οι άλλοι.
Λίγο πριν τον μεγάλο πλάτανο κοντοστάθηκε.Απέναντί του, το ''χάλασμα της άκληρης''.
Τα απομεινάρια ενός διόρωφου σπιτιού, που λέγαν στο χωριό, ότι πριν σαράντα χρόνια, είχε κάψει η κύρα Νίτσα. Λέγαν ακόμη ότι είχε χάσει τα λογικά της γιατί δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Γι' αυτό την είχε αφήσει ο άντρας της.
Έτσι κάηκε κι αυτή μαζί μέσα στο σπίτι, που ονόμασαν ''χάλασμα της άκληρης'', το μόνο δικό της πράγμα που της είχε απομείνει στον κόσμο.
Ο Αντώνης πλησίασε..
Στις λακούβες μπροστά απ' το σπίτι το νερό είχε παγώσει.Στην είσοδο, ένα σπασμένο αγαλματάκι.
Πλησίασε κι άλλο. Στη βάση του διάβασε με δυσκολία: Λάχεση.
Και τότε ο παγωμένος αέρας ξαφνικά, έγινε λέξεις: ''Μίλα μου γιέ μου, πες μου..''
Ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Κάτι όμως -η μοναξιά του, είπε μετά- δεν τον άφησε.
Προσπάθησε ν' ακούσει ξανά, σχεδόν σίγουρος ότι έκανε λάθος.Ίδιες λέξεις. Σαν απο χαλασμένο γραμμόφωνο.
''Μίλα μου γιέ μου, πες μου..''
Και τότε ξέσπασε.
Άρχισε να μιλάει, σ' αυτή τη φωνή, ή στον αέρα αν θέλετε. Μιλούσε όμως. Και κάποιος τον άκουγε, κάποιος του στεκότανε, ή έτσι τον έπεισε η φαντασία του ότι έγινε.
Μίλησε για το πρώτο πράγμα που του 'ρχότανε. Κι αυτό ήταν οι προσευχές:
-Θέλω να προσευχηθώ, μα δεν ξέρω πως.
Φαντάζομαι την προσευχή, σαν τρένο, με άπειρα βαγόνια φορτωμένα κάρβουνο, να τραβάει κατά τον ήλιο και να γίνονται ένα μαζί του, να χάνονται μέσα του.
Νομίζω ότι γι' αυτό φωτίζει ακόμη ο ήλιος.
Εγώ τα κάρβουνα, τα ρίχνω ακόμη μέσα μου.
Κι όμως το πρόσωπό μου είναι ακόμη σκοτεινό..
Πήρε τον δρόμο για το σπίτι.
Φεύγοντας, αποφάσισε να ξανάρθει το επόμενο βράδυ, στο ''χάλασμα της άκληρης''. Με κάποια χαρά, άκουσε να τον ακολουθεί το σφύριγμα του αέρα, ή λέξεις αν θέλετε.
Έβγαλε ένα σπασμένο μολυβάκι και σε μια απόδειξη του καφενείου, ξεχασμένη στην τσέπη του, έγραψε ότι άκουγε:

Βλέπεις τις γραμμές;
Αυτές που τραβάνε, για τον ήλιο.
Τις έστρωσαν ψυχές, όνειρα ματωμένα
κι εκείνη η μηχανή-βαγόνια φορτωμένα-
αλαφρώνει τις ψυχές, κουβαλάει προσευχές

αν μέσα στην ψυχή σου ρίχνεις κάρβουνο
το προσωπό σου αν είναι ακόμη σκοτεινό
σου λείπει η φλόγα, γιε μου, η φλόγα
που τον ήλιο ματώνει, τον ματώνει
κάθε δειλινό...

Οι λέξεις έσβησαν. Το φως της μεγάλης βρύσης, ήταν πίσω του και δεν έβλεπε για να γράψει άλλο.
Ας είναι, σκέφτηκε.
Κι αύριο μέρα είναι.
Και άνοιξε το σκουριασμένο πορτάκι, της αυλίτσας του.

1 comment:

dyosmaraki said...

Χθες ήταν η ημέρα των Φωτών. Ολες οι βρύσες σκόρπιζαν το Φως.Εύχομαι το φως να σκορπίζεται πάντα στο πρόσωπο του ήρωά σου...
Καλή χρονιά